λιβανωτός

λιβανωτός
λῐβᾰνωτός
1 frankincense κατὰ χρυσόκερω λιβανωτοῦ (sc. εὔχεσθαι: cf. Σ, Aristid., 2. 91K, ὁ Πίνδαρος διασύρων τινὰ ὡς ἄγαν τρυφῶντα τοῦτο εἶπεν, ἐντεῦθεν δεικνὺς αὐτὸν ὅτι καὶ ἐν ταῖς πρὸς τοὺς θεοὺς εὐχαῖς βλακείᾳ ἐχρῆτο) fr. 329.

Lexicon to Pindar. . 2010.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • λιβανωτός — frankincense masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λιβανωτός — ο, και λιβανωτό, το (AM λιβανωτός, ὁ, Α και λιβανωτός, ἡ) η ρητινώδης αρωματική ουσία που εκκρίνεται από το δένδρο λίβανος, το λιβάνι («οὐδ ἂν θύσαιμ ...οὐδ ἐπιθείην λιβανωτόν», Αριστοφ.) νεοελλ. φρ. «καὶω λιβανωτό σε κάποιον» κολακεύω κάποιον,… …   Dictionary of Greek

  • λιβανωτοῖς — λιβανωτός frankincense masc dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λιβανωτοί — λιβανωτός frankincense masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λιβανωτοῦ — λιβανωτός frankincense masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λιβανωτούς — λιβανωτός frankincense masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λιβανωτέ — λιβανωτός frankincense masc voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λιβανωτῶν — λιβανωτός frankincense masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λιβανωτῷ — λιβανωτός frankincense masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λιβανωτόν — λιβανωτός frankincense masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λίβανος — Κράτος της νοτιοδυτικής Ασίας, στη Μέση Ανατολή. Συνορεύει στα Β, Α και ΝΑ με τη Συρία, στα Ν με το Ισραήλ, ενώ βρέχεται στα Δ από τη Μεσόγειο θάλασσα.Περιλαμβανόμενη μεταξύ της οροσειράς του Aντιλιβάνου και της Mπαχρ ελ Mουτεουάσιτ, η Δημοκρατία …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”